- μαράνσεως
- μαράνσεω̆ς , μάρανσιςcausing to die awayfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνίξις — ίξεως, ἡ, Α [πνίγω] 1. θανάτωση με ασφυξία, πνίξιμο («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῑται πνῑξις», Αριστοτ.) 2. παρασκευή φαγητού σε αεροστεγές δοχείο … Dictionary of Greek